Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της καταστροφής που χτύπησε την Τουρκία, κατ’ αρχάς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε το εύρος της γεωγραφικής έκτασης που χτύπησε ο Εγκέλαδος.

Πρόκειται για μια περιοχή μεγέθους ίσου με την Ελλάδα και με πληθυσμό μιάμιση φορά μεγαλύτερο του ελληνικού. Αναζητώντας ένα μέτρο σύγκρισης, λοιπόν, είναι σαν να χτυπήθηκε ολόκληρη η Ελλάδα και να καταστράφηκαν ή να υπέστησαν τρομακτικές ζημιές όλες της οι πόλεις…

Όσοι γνωρίζουν το οικονομικό προφίλ των περιοχών που χτυπήθηκαν μιλούν για αδιανόητο πλήγμα, καθώς καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές καίριες υποδομές της τουρκικής βιομηχανικής παραγωγής. Όσο για τους ανθρώπους που χάθηκαν από τον σεισμό, θα πάρει χρόνο, αν ποτέ γίνει, ο ακριβής υπολογισμός. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα είναι δεκάδες χιλιάδες οι άνθρωποι που είτε σκοτώθηκαν είτε «τέλειωσαν» εγκλωβισμένοι στα ερείπια.

 

Το «κισμέτ» του Ερντογάν

Είναι προφανές ότι η πολιτική διαχείριση μιας βιβλικής καταστροφής αποτελεί εγχείρημα κολοσσιαίων απαιτήσεων, που ενδεχομένως να μην διαθέτει ούτε ο κυρίαρχος εδώ και δύο δεκαετίες Ταγίπ Ερντογάν.

Σύμφωνα με μια «σοφή» επισήμανση ενός εμβληματικού πολιτικού της τουρκικής πολιτικής σκηνής των περασμένων δεκαετιών, του μακαρίτη Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, «στην πολιτική συνήθως βγαίνει κανείς από την πόρτα που μπήκε».

Και ο Ταγίπ Ερντογάν «μπήκε» για να κυριαρχήσει στην τουρκική πολιτική σκηνή αμέσως μετά τους σεισμούς του 1999. Τότε που οι αδυναμίες του τουρκικού κρατικού μηχανισμού πολλαπλασίασαν τη δυναμική των εκσυγχρονιστικών υποσχέσεων που πρέσβευε το κόμμα του, κρατώντας επιμελώς καλυμμένα τα ισλαμικά / θεοκρατικά του χαρακτηριστικά.

Σήμερα και μετά την τρομακτική καταστροφή που χτύπησε τη χώρα του, ο Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αδυναμίες ενός κρατικού μηχανισμού για τον οποίο είναι αποκλειστικά υπεύθυνος, καθώς αυτός είναι που εδώ και δύο δεκαετίες θέτει τις προτεραιότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και υπάρχουν πάνω από δέκα χιλιάδες γκρεμισμένα κτήρια, ο μηχανισμός διάσωσης που κινητοποίησε το τουρκικό κράτος τα πρώτα 24ωρα δεν ξεπερνά τους/τις 20.000 άνδρες/γυναίκες.

Μια ακόμη αξιοσημείωτη παρατήρηση είναι ότι στις περιοχές που επλήγησαν σταθμεύουν δυο σώματα του τουρκικού στρατού με εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και μηχανήματα που δεν εμφανίστηκαν τα πρώτα 24ωρα σε καμία κατεστραμμένη πόλη…

 

Η διαχείριση της οργής

Χτυπημένοι από τον «θεό» οι Τούρκοι πολίτες, προφανώς θα αναζητήσουν υπεύθυνους για τη συμφορά που τους βρήκε στις αδυναμίες του κράτους. Σε αυτές τις αδυναμίες περιλαμβάνονται οι πολεοδομικοί κανονισμοί, οι αρπαχτές των εργολάβων, η ανυπαρξία αντισεισμικών κανονισμών ή οι παραβιάσεις τους, η απουσία σωστικών δυνάμεων από τους τόπους καταστροφής.

Τρεις μήνες πριν από τις εκλογές ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα ακραίο πολλαπλασιαστή της λαϊκής οργής, η οποία έτσι κι αλλιώς υπήρχε εξ αιτίας των προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας.

Τι θα πράξει για τη διαχείριση αυτής της οργής ο Πρόεδρος Ερντογάν είναι κάτι που μένει να φανεί. Μια μετάθεση του χρόνου των εκλογών είναι πάντως μια επιλογή που ενδεχομένως του προσφέρει χρόνο για να αποδείξει πως το τουρκικό κράτος έχει τις δυνατότητες να ανακάμψει.

Ιδιαίτερα προσεκτική, θα πρέπει να σημειωθεί, ως προς τη διαχείριση της λαϊκής οργής, είναι και η αντιπολίτευση, η οποία φαίνεται πως αποφεύγει τον πειρασμό να «σπεκουλάρει» με τον πόνο και το δράμα των ανθρώπων. Προφανώς και η αντιπολίτευση στην Τουρκία αναμένει να κατακάτσει η σκόνη από τα συντρίμμια και να διαγραφούν οι προθέσεις / κινήσεις του Ερντογάν πριν αρχίσει να βάλει κατά του Τούρκου Προέδρου.

Το ελληνοτουρκικά

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πώς μπορεί μια φυσική καταστροφή να αποδομήσει πολεμικά αφηγήματα, καλο-συντηρημένες έχθρες και καλοστημένες αντιπαραθέσεις. Όπως και στους σεισμούς του 1999 που χτύπησαν Τουρκία και Ελλάδα, έτσι και σήμερα αναδείχθηκε το αυτονόητο: ότι οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε.

Όμως όπως το 1999 η «διπλωματία των σεισμών» και η υιοθέτηση της πολιτικής τής βήμα προς βήμα προσέγγισης δεν οδήγησε πουθενά (για την ακρίβεια οδήγησε τελικά στην ένταση των ελληνοτουρκικών διπλωματικών συγκρούσεων), έτσι και σήμερα αυτοί που επενδύουν στην «ευκαιρία» που προκύπτει από την καταστροφή για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων απλώς αεροβατούν. Τα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες θα επιβιώσουν πολύ περισσότερο απ’ όσο κρατήσει το σοκ της καταστροφής…

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι το αιφνίδιο και τρομακτικής διάστασης πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν θα βγάλει από το κάδρο την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Γενικότερα, η τουρκική ηγεσία είναι υποχρεωμένη να χαμηλώσει τον πήχη των «αυτοκρατορικών – νεοοθωμανικών οραμάτων» και να «βάλει νερό στο κρασί» της συστηματικής προσπάθειας που έχει καταβάλει για την απεξάρτηση της χώρας από τα μεγάλα δυτικά (ΗΠΑ – Ε.Ε.) κέντρα ισχύος.

Κατά μια άλλη οπτική / εκδοχή, η διαδικασία ανοικοδόμησης, η οποία νομοτελειακά θα ξεκινήσει κάποια στιγμή, θα δώσει και το στίγμα του προσανατολισμού της Τουρκίας. Η επιλογή των «εταίρων» και των κεφαλαίων που θα συμβάλουν στο κολοσσιαίο εγχείρημα της ανοικοδόμησης θα δείξει αν η Τουρκία (υπό την ηγεσία του Ερντογάν ή κάποιου άλλου επόμενου Προέδρου) θα συνεχίσει να απομακρύνεται από τη Δύση ή αν θα επιστρέψει στην τροχιά από την οποία εδώ και δύο δεκαετίες το σύστημα Ερντογάν προσπαθεί να την απελευθερώσει…

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, πάντως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί πια απερίσπαστος να επιλέξει τον χρόνο που τον βολεύει για την πραγματοποίηση των εκλογών, δίχως να έχει κατά νου τις πιθανές κινήσεις του Ερντογάν, ο οποίος έχει πια μεγαλύτερα προβλήματα να ασχοληθεί από το να συντηρεί την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση.