Αποσίμπελο = Πιθανόν, παρά λίγο, παρά τρίχα, μπορεί, σχεδόν Ιταλικά: Possibile
Διάλεκτος: Κερκυραϊκή - Ιόνια νησιά
Π.χ.: «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Άλλη σημασία:
Σε περίπτωση που κάποιος πετυχαίνει να μην επιτευχθεί ο στόχος κάποιου άλλου (συνήθως με πλάγια μέσα)