Της Νίνας Γεωργιάδου
Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΦΕΥΓΕΙ σαν καιόμενη βάτος, εξουθενωμένος απ’ τον ανελέητο ήλιο.
Με αχνιστές τις διαβάσεις των πεζών στους δρόμους των πόλεων
& τη μπόχα καμένου πετρελαίου
της ζέουσας ασφάλτου.
Με φλογισμένες τις ταράτσες
των πολυκατοικιών,
& πυρωμένες τις αντένες απ’ τη ντροπή των αναμεταδόσεων.
Με στραγγισμένη την ευωδιά
του γιασεμιού στον ακάλυπτο
& μια χούφτα αποκαϊδια
από πυρπολησεις των γειτονικών δασών
Με απότιστες τις νερατζιές
στα πεζοδρόμια,
να χώνουν τις ρίζες τους βαθειά
στο φλογισμένο οδόστρωμα.
Γιατί & της νερατζιάς η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ο Αύγουστος φεύγει σαν κομμένη σαγιονάρα,
που περπάτησε στη ζεστή άμμο,
πλατσούρισε στο χλιαρό αντιμάμαλο,
στραβοπάτησε στα βράχια
με τις πεταλίδες,
τρυπήθηκε απ’ τα ξερά θυμάρια
των βουνών,
ζούληξε το ώριμο σύκο στο χώμα,
αφέθηκε απάτητη
στα δροσερά πλακάκια της νύχτας
& με μια σταγόνα ιδρώτα
στο μεσοδάχτυλο,
χώθηκε κάτω απ’ το κρεβάτι
του καλοκαιρινού έρωτα,
αλλά δεν άντεξε την ημερομηνία
της λήξης του.
Ο Αύγουστος φεύγει μεθυσμένος,
με τον αφρό της παγωμένης μπύρας στα μουστάκια του
& κουρασμένος
από τις γονυπετείς ικεσίες
που λάβωσαν τα γόνατα
αλλά δεν τελεσφόρησαν.
Σκουντουφλώντας, δίνει τη σκυτάλη στο χάρτινο Σεπτέμβρη,
στα ξόρκια των σπασμένων ροδιών,
στους απολογισμούς
του καλοκαιριού
& τα όνειρα του αποκαλόκαιρου.
Γιατί & τις ελπίδες τις κρεμάμε
στο ημερολόγιο,
όπως τα ρούχα στην κρεμάστρα.
Ο Αύγουστος φεύγει ντροπιασμένος,
μέσα απ’ τα παράθυρα που χάσκουν
στα βομβαρδισμένα
της στενής Λωρίδας,
παίρνοντας μαζί του
τα δυο φεγγάριά του,
τη θολή μνήμη
απ’ τις προκυμαίες της Σμύρνης
και όλες τις ανεξόφλητες επιταγές,
που κάποτε τις έλεγαν προσδοκίες
.
Ο Αύγουστος φεύγει λυπημένος
γιατί δεν έχει πια τίποτα να δώσει,
παρά μια φέτα κόκκινο καρπούζι,
την καρδιά του.
Πέρα Εμπορειός-Κάλυμνος, Αύγουστος 2024