γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
Με λένε Αδριανή Βερύκιου Αργυροπούλου.
Η μάνα μου ήρθε από τη Σμύρνη όταν ήταν δεκάξι χρονών.
Τους λέει ο πατέρας τους , «Φύγετε, έρχονται οι Τουρκομογγόλοι. Στο λιμάνι γρήγορα».
Έτσι τους είπε. Γιατί με τους Τούρκους αγαπιόντουσαν.
Όμως οι Τουρκομογγόλοι ήρθαν επί τούτου.. Τους έφεραν από μακριά.
Λέει ο πατέρας τους, «Θα σας βρούμε στο λιμάνι. Ερμιόνη, μην αφήσεις την Κατερίνα απ’ το χέρι».
Σκαρφαλώσανε σε μια μουριά, λίγο πιο πέρα. Όταν σκοτείνιασε, της λέει η Ερμιόνη, «πάμε».
Μα η μάνα μου περίμενε τη δική της μάνα.
«Τους σφάξανε» λέει η Ερμιόνη. Κι αρχίνησαν να τρέχουνε. Και η Ερμιόνη της έσφιγγε το χέρι τόσο δυνατά, που την πονούσαν τα δάχτυλα.
Μα δεν έκλαιγε για τα πονεμένα δάχτυλα. Έκλαιγε για τη μάνα της.
Μπροστά στη βάρκα, σπρώξανε τη μάνα μου να πέσει μέσα, μα κράτησαν πίσω την Ερμιόνη.
Βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Κρύωνε. Γυρνούσε δυο μερόνυχτα στα ντόκια, ψάχνοντας την Ερμιόνη. Πουθενά.
Την είδε ο πατέρας μου, Κωνσταντίνος Βερύκιος από την Ιθάκη.
Είχε ξεμπαρκάρει για να δώσει εξετάσεις για καπετάνιος. Ετών εικοσιέξι.
Της λέει,
-Γιατί γυρνάς μοναχή σου;
-Τρέχουμε να γλυτώσουμε απ’ τους Τουρκομογγόλους. Μα έχασα την Ερμιόνη.
-Μη γυρνάς μόνη σου. Εδώ στον Πειραιά δεν έχει Τουρκομογγόλους, έχει όμως άλλα κακά.
Η μάνα μου ήταν με λερωμένο φόρεμα και ξέμπλεκα μαλλιά. Μα ήταν όμορφη.
Της λέει ο πατέρας μου, «θα σε πάρω στην Ιθάκη. Εδώ θα πας χαμένη».
-Δεν πάω πουθενά χωρίς την Ερμιόνη. Και του ‘δειξε τα μελανιασμένα της δάχτυλα, σάμπως να ’δειχνε την Ερμιόνη.
-Θα τη βρούμε. Όμως εσύ πρέπει να γλιτώσεις. Να μη σε πάνε σε μπουρδέλο.
Στην Ιθάκη, η γιαγιά μου είχε να το λέει, πως μόλις την είδε την αγάπησε.
Το ίδιο κι η θεια μου η Πηνελόπη. Ξέρετε, στην Ιθάκη τις μισές γυναίκες τις λένε Πηνελόπες, απ’ τον καιρό του Οδυσσέα.
Όταν τα δάχτυλα της ξεμελάνιασαν, η μάνα μου έκλαψε πολύ.
«Έχασα όλα τα ίχνη της Ερμιόνης». Έτσι είπε στη θεία Πηνελόπη.
Κάθε μέρα ακούγαμε τις αγγελίες του Ερυθρού Σταυρού και περιμέναμε πως, την άλλη μέρα θα βρεθεί η Ερμιόνη.
Μια μέρα, είχε γεράσει πολύ, έκλεισε το χέρι της στον κουζαρέ και μελάνιασαν τα δάχτυλα.
Πόνεσε πολύ, έτσι που τα δάχτυλά της ήτανε λιανά, αλλά είπε.
«Σημάδι ότι έρχεται η Ερμιόνη».
Όταν πέθαινε η μάνα μου, μου είπε, «Αδριανή, εγώ δεν τα κατάφερα. Ψάξε εσύ να βρεις την Ερμιόνη».
Τώρα έσπασα το πόδι μου κι ούτε κατάλαβα πώς. Το είπα του γιατρού.
Δεν έπεσα πολύ, δεν κατάλαβα πώς.
Μου λέει , «τα κόκαλά σου έχουν γίνει φρυγανάκια».
Ναι, του είπα, αλλά πρέπει να ψάξω.
Μήπως είδατε εσείς την Ερμιόνη;
Η αφήγηση αυτούσια απ’ το Νοσοκομείο Λαϊκό, 2018.
Στα δημόσια νοσοκομεία υπάρχουν υπέργηροι ασθενείς που δεν τους επισκέπτεται ποτέ κανείς. Μένουν «στα αζήτητα» και από τα αζήτητα, μετακομίζουν εκεί απ’ όπου δεν έχει γυρισμό.
Δεν ζητούν τίποτα, παρά έναν ακροατή, για να αφηγηθούν τη ζωντανή ακόμα Ιστορία, από τα 100 και δύο χρόνια Μοναξιάς, που γίνεται φρυγανάκια και σκορπίζει σα σκόνη στον αέρα.