Όταν το θέμα στο οποίο καλούνται οι μαθητές να εκδιπλώσουν τη σκέψη τους, για να εισαχθούν στα ΑΕΙ, αφορά την «Αξία του ταξιδεύειν», είναι προφανές ότι εκείνοι/ες που το επέλεξαν διακατέχονται από την ενσυναίσθηση της Μαρίας Αντουανέτας: διότι να ζητάς από 17χρονα, παιδιά γονιών του κόσμου της εργασίας, να επεξεργαστούν τμήμα ενός μοντέλου ζωής το οποίο πιθανότατα δεν θα αποκτήσουν ποτέ, διότι θα τους λείπουν τα φράγκα, είναι μια αυτοκρατορική ιδέα. Και να σας λείπει το ψωμί, κανένα πρόβλημα. Υπάρχει και το παντεσπάνι.
Ότι τα ταξίδια αφορούσαν ανέκαθεν τα άνω στρώματα, είναι μια συνθήκη γνωστή που ξεκινά από τους αριστοκράτες περιηγητές των περασμένων αιώνων και καταλήγει στις μέρες μας. Οι σύγχρονοι/ες αστοί/ες πετάγονται για «σίτι μπρέικ» εις Παρισίους, πίνουν τον καφέ τους στη Λόντρα και παίρνουν τα μπάνια τους στην Κυανή Ακτή. Μπορεί, βέβαια, εξέλιξη των κοινωνιών, από την εποχή της φεουδαρχίας σ’ εκείνην της νεωτερικότητας, να εκδημοκράτισε πολλές πλευρές της ζωής, και μαζί το ταξιδεύειν, η συνήθεια όμως παραμένει βαθιά ταξική. Πόσες/οι μαθήτριες/ες έχουν περάσει τα σύνορα της χώρας, όχι για να μεταναστεύσουν οικογενειακώς, αλλά για ξεφύγουν από μια «αγχογόνο πραγματικότητα», και «για μια καλύτερη γνωριμία με τον ίδιο σου τον εαυτό και τα «θέλω» του», το θέμα παραλείπει να μας το πει.
Και συνεχίζει παραθέτοντας την εμπειρία από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, το κόστος του οποίου ανέρχεται σε δυο τρεις –τουλάχιστον- βασικούς μισθούς.
Και μπορεί, κατά το αριστοτελικόν, «πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει», όλες μας δηλαδή διαθέτουμε την έφεση στη γνώση, πόσες όμως και πόσοι δύνανται να την ικανοποιήσουν, εξαρτάται από το δημοσθενικόν «Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων».
Επειδή, λοιπόν, μόλις απομακρυνθείς από ρομαντικές περικοκλάδες, η ταξικότητα της κοινωνίας σε γρονθοκοπά, για τους γονιούς που, όσο και να στερηθούν, αδυνατούν να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στην παραδίπλα πόλη, να τους ζητάς να στοχαστούν για τα ταξίδια είναι μέρος της ηγεμονικής κουλτούρας της περιφρόνησης.
Τούτη την περιφρόνηση τη συναντούμε καθημερινά: στη θεωρία της «αξιοκρατίας» και στα «βαριά βιογραφικά», λες και τα διαβόητα «προσόντα» δεν συνδέονται ευθέως με τα φράγκα, στις ενοχές που τεχνηέντως καλλιεργεί το παντοδύναμο σύστημα στους από κάτω διότι δεν ανταποκρίνονται στα επιβαλλόμενα πρότυπα, κυρίως δε στην κυρίαρχη αντίληψη πως η κοινωνία θα έχει πάντα δυνάστες και δυναστευόμενους, όπως κι η φύση.
Έτσι, ξεδιάντροπα, στις μάνες και στους πατεράδες που τη χαρά για την εισαγωγή των παιδιών τους στα ΑΕΙ σκιάζει το άγχος της επιβίωσής τους, προτείνεται ένα ταξιδάκι αναψυχής. Και γνώσης, λέει, καθότι το ταξιδεύειν προσφέρεται «για την άρση των εθνικιστικών προκαταλήψεων, τον περιορισμό του ρατσισμού και την επικράτηση της διακρατικής ειρήνης και συνεργασίας». Περιπατώντας, δηλαδή, στη Βαρκελώνη, πίνοντας καφέ στο Βερολίνο και σοκολάτα στη Βιέννη, θα γιατρευτείς από το ρατσισμό προς τον αδύναμο, τον σκουρόχρωμο μετανάστη και τον πρόσφυγα. Ότι οι ταξιδεύουσες κι οι ταξιδεύοντες, περιφέρουν, απλώς, τον λευκό δυτικό εαυτό τους σε ασφαλείς, προστατευμένους, προορισμούς, θαυμάζοντας τα αξιοθέατα και αποφεύγοντας τις γειτονιές των προλετάριων, είναι κοινός τόπος. Και βαθιά αστική συνήθεια. Η οποία, επίσης περιφρονητικά, προτείνεται και μεταφέρεται και στις κατώτερες τάξεις.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, έστειλε την, καταδικασμένη στην ανέχεια, γηραιά συνταξιούχο στη «φιλανθρωπία» του ετέρου κατεργάρη, της Εκκλησίας. Τώρα, δια του υπ. Παιδείας, προτείνει στη χειμαζόμενη εργατική τάξη και στα παιδιά της, για να ξεσκάσουν από τις έννοιες τους, παντεσπάνια. Η φιλοσοφία του προελαύνει στας Ευρώπας, χέρι χέρι με την Ακροδεξιά.