Θριαμβεύει ένα κόμμα, το οποίο επαγγέλλεται έναν θατσερικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, μία ολική εξάλειψη του κράτους προνοίας, με ιδιωτικοποίηση της υγείας, του νερού και της διαχείρισης των αποβλήτων (σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν τα τελευταία νομοσχέδια της προηγούμενης Βουλής, δείχνοντας εύγλωττα το τι έρχεται)· η οποία θα συνοδευτεί αναπόφευκτα από ένα επιτελικό παρακράτος που θα εξακολουθεί να παρακολουθεί (με κάθε έννοια συμπεριλαμβανομένης και αυτής των παράνομων υποκλοπών) την πλιατσικολόγηση όσων έχουν απομείνει από την κρατική περιουσία· αλλά και από τη διεθνή εξάρτηση από τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», που τίμημά της δεν αποκλείεται να είναι ακόμη και η εθνική κυριαρχία στο Αιγαίο, προς όφελος της Τουρκίας που θα πρέπει να προσελκυστεί στη Δύση με ανταλλάγματα που θα καταβάλλουμε εμείς ως τα αδύναμα «καλά παιδιά» του ΝΑΤΟ. Ζούμε όλο και περισσότερο μια μεταμοντέρνα δεκαετία του 1950 με νεομακαρθισμό και με τους «πνευματικούς» μας ανθρώπους να ομοιάζουν με δεξιούς γυμνασιάρχες με έναν φτηνό ηθικισμό να μαστιγώνει τα ελαττώματα του λαού και να γλείφει τον αυταρχισμό των ολιγαρχικών εξουσιών.

Τι σημαίνει ιδεολογική ηγεμονία

Το καινούργιο, ωστόσο, είναι η πρωτοφανής θριαμβική επικράτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της δεξιάς στο εκλογικό σώμα παρά τη φθορά 4 ετών διακυβέρνησης σε δυσκολότατες συνθήκες. Τα δύο κόμματα που τιμωρήθηκαν με ηχηρό τρόπο από τους ψηφοφόρους, ήτοι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25, είναι τα δύο κόμματα που είχαν κάποιου είδους «ναι μεν αλλά»: Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε ταυτοχρόνως να στοχεύσει στο κέντρο, αλλά και να διατηρήσει τον χαρακτήρα του ως «ριζοσπαστικής αριστεράς», έστω και μόνο στο όνομα και τα εμβλήματα. Το ΜέΡΑ25 δήλωσε περήφανα ευρωπαϊστικό, αν και ταυτοχρόνως διεκδίκησε μία ρήξη με την τρέχουσα εκδοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία παράγει εξάρτηση και υποτέλεια για την Ελλάδα. Το εκλογικό σώμα τιμώρησε αυστηρά την οποιαδήποτε αμφισημία ή «δημιουργική ασάφεια», για να επιβραβεύσει ποιους; Όσους είχαν σταθερή ιδεολογική ταυτότητα (ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση), όσους δεν είχαν καθόλου εκλογικό πρόγραμμα παρά μόνο μια προσωποπαγή επικοινωνιακή τακτική (Πλεύση Ελευθερίας), καθώς και ένα νεόδμητο κίνημα λαϊκής δεξιάς βασισμένο στην ορθοδοξία, το αντιεμβολιαστικό κίνημα, τον γεροντισμό και τη βορειοελλαδίτικη ιδιοπροσωπία. Βεβαίως, ο μεγάλος κερδισμένος των εκλογών, η Νέα Δημοκρατία έχει και αυτή τις δικές της αντιφάσεις, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι οι αντιφάσεις της Νέας Δημοκρατίας είναι αντιφάσεις λειτουργικές που μέσα από τα πολλά διαμερίσματα της γαλάζιας πολυκατοικίας εξασφαλίζουν μια μέγιστη δυνατή συσπείρωση ετερόκλητων ψηφοφόρων, ενώ οι αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ τιμωρούνται ως αμφισημίες που σημαίνουν θολό πολιτικό προσανατολισμό.  Θα τολμούσε κανείς να πει ότι αυτό ακριβώς είναι το νόημα της ιδεολογικής ηγεμονίας: Ιδεολογική ηγεμονία έχει όποιος κατορθώνει να κερδίζει από τις αντιφάσεις του, όποιος καταφέρνει να επιβάλει τις αντιφάσεις του ως κάτι το δημιουργικό για την κοινωνία. Ενώ χάνει την ιδεολογική ηγεμονία όποιος δεν μπορεί πλέον να πείσει για τις δικές του αντιφάσεις, οι οποίες θεωρούνται ως μονόπλευρα αλυσιτελείς και επικίνδυνες.

Σύνθεση ακροδεξιάς και ακραίου κέντρου

Έχει γίνει πολύς λόγος για τη συνολική άνοδο της ακροδεξιάς και της αυταρχικής δεξιάς στην Ευρώπη, από την Ιταλία της Μελόνι στην Ουγγαρία του Όρμπαν και την Πολωνία μέχρι τη Σερβία του Βούτσιτς και την Τουρκία του Ερντογάν, ενώ και στη Γαλλία η κύρια αντίθεση πλέον είναι μεταξύ ακροδεξιάς και ακραίου κέντρου. Πολλοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν την πανωλεθρία της ελληνικής αριστεράς με βάση το τι συμβαίνει στο διεθνές σκηνικό. Αν και αυτό είναι μέχρι ενός σημείου σωστό, αποτυγχάνει να συλλάβει το ιδιάζον επίτευγμα αυτής της εκδοχής της Νέας Δημοκρατίας που είναι μία πρωτοφανής ακόμη και για τα σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα σύνθεση ανάμεσα στην ακροδεξιά και το ακραίο κέντρο. Αυτό εννοούμε ως λειτουργική αντίφαση που συνιστά μία ιδεολογική ηγεμονική μονοτροπία. Η σημερινή Νέα Δημοκρατία έχει αφομοιώσει το ΛΑΟΣ με πολιτευτές του να κατέχουν κομβικά υπουργεία, όλα τα διαμερίσματα της γαλάζιας πολυκατοικίας της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ με πασοκογενείς τεχνοκράτες να είναι αυτοί που ουσιαστικά έχουν αναλάβει και ασκούν τη διοίκηση του λεγόμενου επιτελικού κράτους, το Ποτάμι, τη φιλελεύθερη διανόηση, ενώ έχει προσλάβει σημαντικούς πολιτικούς και διανοούμενους ακόμη και από την αριστερά και το κομμουνιστικό κόμμα, οι οποίοι έχουν κομβικό ρόλο σε κρίσιμα υπουργεία ή στη διαμόρφωση του ιδεολογικού λόγου του κόμματος. Αυτή η μοναδική στην Ευρώπη σύνθεση έχει επιτευχθεί από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη είτε ως φυσικό πρόσωπο- ηγέτη, είτε ως τελικό «προϊόν» από στρατιές επικοινωνιολόγων, εκλογικών στρατηγιστών και νομικών γραφείων που παράγουν ατέλειωτο όγκο από νομοσχέδια.

Αυτό το ίσως μοναδικό στην Ευρώπη επίτευγμα συσπείρωσης μπορεί να εξηγείται και από το ανήκειν του πρωθυπουργού σε μία ισχυρή οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά οφείλεται και στο ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που γνώρισε κυβέρνηση έστω και κατ’ όνομα ριζοσπαστικής αριστεράς με αποτέλεσμα να έχουμε τα τελευταία χρόνια μια «αυτοκρατορία που αντεπιτίθεται», διαλύοντας τον όποιο προμνημονιακό δικομματισμό και επενδύοντας σε μία μονοτροπία όπου ο πρωθυπουργός ίσταται με ολύμπιο τρόπο ως επικοινωνιακός μετα-μονάρχης πάνω από την πληθώρα τάσεων που απαρτίζουν την πολυσυλλεκτική κυβέρνηση και κόμμα του. Αυτή η επικοινωνιακή μετα-μοναρχία είναι συνειδητή επιλογή των στρατηγιστών της ΝΔ. Η κουλτούρα των διαγγελμάτων που επιμελώς σμίλευσαν θέτει τον ηγεμόνα να συνομιλεί απευθείας με τον λαό, για να νουθετήσει, αλλά και να απολογηθεί, παρακάμπτοντας «ντεμοντέ» διαμεσολαβητικούς θεσμούς, όπως η Βουλή και οι επιτροπές της.

Η σημασία της πανδημίας

Αν και εμπνεόμενη από έναν θατσερικού τύπου νεοφιλελευθερισμό, η συγκεκριμένη εκδοχή της ΝΔ εμφανίζει μία έντονη πρωτεϊκότητα με οβιδιακού τύπου μεταμορφώσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις συνυπάρχουν με τα μεταμοντέρνα δελτία, που ονομάζονται pass, η πανδημία έδωσε την ευκαιρία για μια δημοσιονομική χαλάρωση, την οποία η κυβέρνηση αξιοποίησε για έναν «σοσιαλισμό για τους λίγους», με επιδοτήσεις, που πολλοί ελευθεριακοί φιλελεύθεροι (libertarians) αποκάλεσαν μετά βδελυγμίας «κεϋνσιανισμό», αλλά κατόρθωσαν μέσω ενός ιδιότυπου trickle down όχι μιας δυναμικής οικονομίας νεοφιλελεύθερου τύπου, αλλά μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας κρατικοδίαιτων, να φτάσουν και σε μέρος του λαού. Αν και ο πρωθυπουργός φέρει πατροπαράδοτα την επωνυμία του «γκαντέμη», ωστόσο αποδείχθηκε πολύ τυχερός ως προς το ότι η προεκλογική επαγγελία της «κανονικότητας» συνέπεσε με τη λεγόμενη «νέα κανονικότητα» των κοινωνιών της σταθερής κρίσης (permacrisis) λόγω πανδημίας και παγκοσμίου πολέμου δι’ αντιπροσώπων στην Ουκρανία· ενώ η αντίστοιχη υπόσχεση του επιτελικού κράτους συνέπεσε με τη νέα πραγματικότητα του συγκεντρωτικού κράτους της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19. Βεβαίως, ήταν επιλογή της κυβέρνησης τα κεφάλαια για την αντιμετώπιση της πανδημίας να μην πάνε σε επαρκείς ΜΕΘ και προσλήψεις μόνιμου υγειονομικού προσωπικού, αλλά στην εξαγορά των δημοσιογράφων με τις πολυποίκιλες Λίστες Πέτσα. Ωστόσο, ούτως ή άλλως τα συστημικά κανάλια και εφημερίδες σε ολιγάρχες ανήκουν και αυτοί έσπευσαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο την παλινόρθωση με τις λίστες Πέτσα να έχουν περισσότερο τον ρόλο ευγνωμοσύνης. Οπωσδήποτε μια προσωπική πινελιά της κυβέρνησης ήταν το πρωτοφανές ρεσάλτο στους μηχανισμούς εξουσίας: Οι πρώτες πράξεις τον Ιούλιο του 2019 ήταν η προσωπική απευθείας ανάληψη των υπηρεσιών πληροφοριών και των πρακτορείων τύπου, με λίγα λόγια της συγκέντρωσης πληροφοριών και της διάχυσής τους στο κοινωνικό σώμα. Στη συνέχεια όλα τα πάμπολλα νομοσχέδια κατά τα τέσσερα αυτά χρόνια έστησαν ένα συγκεντρωτικό πυραμιδωτό κράτος, όπου οι επιτελείς της κυβέρνησης μπορούσαν να αγνοούν διαμεσολαβητικούς θεσμούς που είχαν πάρει πολλές δεκαετίες δημοκρατικής ζωής για να σχηματιστούν.

«Ο τρώσας και ιάσεται»

Παραμένει, όμως, το γεγονός ότι αυτή η πρωτοφανής συσπείρωση από ακροδεξιά μέχρι ακραίο κέντρο επιβραβεύθηκε θεαματικά από τον λαό. Ενώ οι αμφισημίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25 τιμωρήθηκαν αυστηρότατα στην κάλπη, οι αντιφάσεις της ΝΔ επιβραβεύτηκαν, γιατί ένα ολόκληρο οπλοστάσιο των συστημικών μίντια έχει πείσει ένα μεγάλο μέρος του λαού ότι «ο τρώσας και ιάσεται», ότι ακόμη κι αν η ΝΔ είναι υπεύθυνη για κάποια μικρή ή μεγάλη τραγωδία είναι ικανή μέσα από τις πρωτεϊκές μεταλλάξεις της να λύνει τα προβλήματα που η ίδια δημιουργεί ή, έστω, να φροντίζει για τα δικά της παιδιά. Είναι πραγματικά σοκαριστικά τα ποσοστά που έλαβε η ΝΔ στην Εύβοια, που δείχνουν ότι ένα μέρος των Ευβοέων προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στις νέες ευκαιρίες που άνοιξαν μετά τις σαρωτικές πυρκαγιές, γεγονός που παραπέμπει σε έναν ελληνικό μπολσοναρισμό, αν σκεφτεί κανείς την αντίστοιχη επιβράβευση στη Βραζιλία των πυρκαγιών στον Αμαζόνιο (τουλάχιστον προτού ο Μπολσονάρου χάσει εντέλει τις εκλογές), ενώ βεβαίως η νίκη στις Σέρρες και στα Τέμπη δείχνει πόσο χαμηλά είναι στη συνείδηση του εκλογικού σώματος ο χαμός νέων ανθρώπων.

Δεν θα ήταν μάλλον υπερβολή να πει κανείς ότι αυτός ο θρίαμβος της νέας δεξιάς (σύνθεση ακροδεξιάς και ακραίου κέντρου) δεν είναι απλά εκλογικός ή πολιτικός, αλλά βαθιά ανθρωπολογικός. Η νίκη δεν είναι μόνο ιδεολογική αφορώσα στην ηγεμονία. Θα τολμούσε κανείς να πει ότι είναι ανθρωπολογική, ότι έχει αλλάξει ο ανθρωπότυπος του Νεοέλληνα ή ότι έχει αποκαλυφθεί μέσα από επιτελεστικές αλλαγές ένας τύπος που λάνθανε μέσα στις εναλλαγές της μνημονιακής περιπέτειας.

Οκτώ πολιτικοί ανθρωπότυποι

Θα μπορούσαμε να προτείνουμε ένα μοντέλο 8 ανθρωποτύπων, σε καθέναν από τους οποίους αντιστοιχεί μια βασική στάση ζωής. Πρόκειται τους εξής τύπους από τα δεξιά προς τα αριστερά:

Φασίστας : εξοβελισμός

Ακροδεξιός : συντήρηση

Δεξιός : προσαρμογή

Φιλελεύθερος : ανταγωνισμός

Αριστερός : αντίσταση

Ακροαριστερός : ρήξη

Αναρχικός : αναρχία

Κομμουνιστής : επανάσταση (ή ελλείψει αυτής συντήρηση) .

Ο λόγος που εισάγουμε αυτό το φάσμα είναι  κυρίως η διαφανείσα χρεωκοπία της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων της ΝΔ ανήκε σε σιωπηλές πλειοψηφίες που δεν διαλάλησαν την κομματική τους προτίμηση, αλλά προχώρησαν σε αυτή από ένα είδος ανήκειν και όχι λόγω του ότι πείστηκαν από επιχειρήματα. Για αυτό και έχει σημασία να δούμε ποιες είναι οι βασικές στάσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι ιδίως σε καιρό σταθερής κρίσης (permacrisis).

Ο φασίστας είναι αυτός που θα καταφύγει σε αρχέγονες θυσιαστικές λογικές εξιλαστηρίου χιμάρου/ αποδιοπομπαίου τράγου, που θα τοποθετήσει όλο το κακό σε μία εξωτερικότητα, την οποία θα θελήσει να εξοβελίσει από την κοινωνία (λ.χ. πρόσφυγες, μετανάστες, κοινωνικές μειονότητες, εθνότητες). Ως «ακροδεξιό» δεν εννοούμε τον φασίστα, εννοούμε κάποιον ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται περήφανα ως δεξιός, τιθέμενος σαφώς στα δεξιά του φιλελευθερισμού, στον οποίο ασκεί κριτική στο όνομα της διάσωσης αξιών του παρελθόντος. Ο δεξιός αυτού του τύπου επιθυμεί βασικά τη συντήρηση ως λύση στην κρίση και προβάλλει περισσότερο την παραδοσιακή σύνεση και σοφία.

Αντιθέτως, ο καθαυτό δεξιός, κατά το σχήμα μας, δεν έχει ως τρόπο αντίδρασης στην κρίση τη συντήρηση, αλλά την προσαρμογή. Δεν θα προσπαθήσει να διασώσει πάση θυσία αξίες και τρόπους ζωής του παρελθόντος, αλλά να προσαρμοστεί με όποιον τρόπο μπορεί στα νέα δεδομένα. Ο δεξιός αυτού του τύπου είναι πιο ιδιοτελής από τον προηγούμενο, αλλά αρκετά αποτελεσματικός στην επιβίωσή του σε καιρούς σταθερής κρίσης, χωρίς ιδεαλισμούς και διακήρυξη αξιών. Είναι κάποιος ο οποίος ψηφίζει σιωπηλά, για αυτό και δεν έχει μεγάλη ορατότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ως φιλελεύθερο ανθρωπολογικώς εννοούμε αυτόν που επιθυμεί μια κοινωνία με δυναμισμό και αρέσκεται όχι μόνο στην προσαρμογή, όπως ο καθαυτό δεξιός, αλλά και στον κυρίως ανταγωνισμό. Ο φιλελεύθερος θάλλει σε κοινωνίες όπου έχουμε αλλαγή αξιών, πλουραλισμό και πνευματικές αναδιατάξεις, ενώ οιονεί ηδονίζεται από τις βίαιες μεταλλάξεις στις οποίες οι πιο ακίνητοι συντρίβονται και οι πιο ευμετάβλητοι διαπρέπουν. Αυτή είναι σχηματικά η τετράδα του δεξιού φάσματος.

Στον χώρο της αριστεράς εισερχόμαστε ανθρωπολογικώς μόνο όταν αναδύεται ως αυταξία η αντίσταση που συνδέεται με την πρόοδο. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του ανθρωπότυπου του αριστερού εν γένει από αυτόν του δεξιού. Δεξιός είναι ένας άνθρωπος που του είναι αδύνατον να κατανοήσει τι αξία έχει να αντιστέκεται κανείς, ακόμη κι όταν ηττάται. Είναι βεβαίως δυνατό ορισμένοι δεξιοί της συντηρητικής δεξιάς και ακροδεξιάς να προβάλλουν αφηγήματα ηρωϊκών θυσιών, κυρίως στο εθνικό επίπεδο, ανθρώπων οι οποίοι «κράτησαν Θερμοπύλες», ωστόσο η έμφαση είναι κυρίως στην ισχύ και την ανδρεία αυτού που αντιστέκεται και όχι στην αντίσταση ως φορέα προόδου. Οι πιο κεντρώοι δεξιοί ανθρωπότυποι, όπως ο καθαυτό δεξιός και ο φιλελεύθερος, αδυνατούν καν να αποδώσουν οποιαδήποτε αξία στην αντίσταση. Τους φαίνεται χαμένος χρόνος, όταν μπορεί κάποιος να πετύχει μέσω της προσαρμογής ή να υπερισχύσει στον δυναμικό ανταγωνισμό, θεωρούν την αντίσταση χαρακτηριστικό των ηττημένων ή υποκριτών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κατά τον Καμύ φθονούν αυτόν που αντιστέκεται και θα σπεύσουν με κάθε τρόπο είτε να ανιχνεύσουν στη στάση του υποκρισία, είτε να επιχαρούν με τη συντριβή του. Είναι οι άνθρωποι που θα θεωρήσουν ότι ο ειλικρινής κυνισμός είναι καλύτερος από τις παλινωδίες. Αντιθέτως, αριστερός είναι όποιος θεωρεί ότι η ανθρωπότητα προοδεύει όχι μόνο γραμμικά μέσα από την επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά και διαλεκτικά μέσα από την αντίσταση των αδύναμων που θέτουν όρια στην εξουσία των ισχυρών και έτσι προσφέρουν τη δυνατότητα ανάδυσης νέων αξιών που δεν προέρχονται από τη γυμνή ισχύ.

Περαιτέρω, υπάρχει η διάκριση ανάμεσα αφενός σε κάποιον πιο ακραία αριστερό, ο οποίος επιμένει στην αξία της πλήρους ρήξης με το κατεστημένο σύστημα εξουσίας ως συνέπεια της αντίστασης και αφετέρου σε έναν πιο κεντρώο αριστερό, ο οποίος μπορεί να περιοριστεί στην αντίσταση ως υπονόμευση ή αμφισβήτηση ή διαπραγμάτευση της κυρίαρχης τάξης, ορρωδώντας μπροστά στις συνέπειες μιας ολικής ρήξης. Στα άκρα του αριστερού φάσματος μπορούν να τοποθετηθούν η αναρχία και ο κομμουνισμός. Θα θέλαμε, ωστόσο, να προβούμε σε ορισμένες σχετικοποιητικές παρατηρήσεις. Ο κομμουνιστής είναι κάποιος που επιθυμεί μία εξ ολοκλήρου διαφορετική τάξη βασιζόμενη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής. Αυτό μπορεί να είναι το κατ’ εξοχήν προοδευτικό, όμως στο πλαίσιο του τρέχοντος καπιταλισμού μπορεί να σημαίνει και μία ορισμένη «εποχή», μία άρνηση συγκεκριμένων αντιπροτάσεων και μια επανάπαυση στην πρόταση ενός όλως εναλλακτικού κόσμου, με περιορισμό στην κινηματική διάσταση της πολιτικής στον δρόμο σε βάρος της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και πρωτοτυπίας.

Ο λόγος που επιμένουμε σε αυτήν την οπωσδήποτε σχηματική παρουσίαση των ανθρωποτύπων είναι επειδή σε καιρούς σταθερής κρίσης οι άνθρωποι ψηφίζουν καθώς φαίνεται περισσότερο βάσει του ανήκειν τους σε τρόπους και στάσεις ζωής παρά από το ότι έχουν πειστεί από την πολιτική επιχειρηματολογία, η οποία ούτως ή άλλως έχει μαραθεί σε εποχές μιντιακής επικοινωνιακής μαζοδημοκρατίας. Η επιτυχία ενός σύγχρονου πολιτικού έγκειται λιγότερο στα επιχειρήματά του (ως προς τα επιχειρήματα τα κόμματα της αριστεράς που καταποντίστηκαν υπερτερούσαν θεαματικά) και περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο απευθύνεται στους ανθρωπότυπους αυτούς με τα κατάλληλα επικοινωνιακά και ψυχολογικά μέσα.

Ο θρίαμβος της Νέας Δημοκρατίας οφείλεται κατά τη γνώμη μας στο ότι συσπείρωσε με εντυπωσιακό τρόπο τρεις ανθρωπότυπους, αυτούς του φασίστα, του δεξιού και του φιλελεύθερου, ενώ ήταν ταυτοχρόνως ανεκτή από μέρος των συντηρητικών δεξιών. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνθηκε με επιτυχία μόνο στον ανθρωπότυπο του αριστερού της αντίστασης, ενώ έχασε τόσο τους φιλελεύθερους, που ουδέποτε προσεταιρίστηκε με επιτυχία παρά την αλλαγή λεξιλογίου του, όσο και τους αριστερούς της ρήξης.

Το εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει επίσης ότι ο ελληνικός λαός έχει ανθρωπολογικώς μετατεθεί προς τα δεξιά. Η μεγάλη μάζα του λαού έχει ως κύρια στάση της εν καιρώ σταθερής κρίσης την προσαρμογή και όχι πλέον είτε την αντίσταση/ρήξη, είτε τη συντήρηση. Αυτές οι πλατιές μάζες της προσαρμογής είναι ο πυρήνας του πρωτεϊκού μεγα-κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που έπεισε ότι προσαρμόζεται και αλλάζει διαχειριστικά, με συγγνώμες και με παλινωδίες, αλλά πάντα από την υψηλή περιωπή της εξουσίας. Μάλιστα, η διεθνής πρωτοτυπία της ΝΔ (και σε αυτό διαφοροποιούμαστε από όσους την ανάγουν στα διεθνή δρώμενα) είναι ότι συνέθεσε εντός της τόσο τον ανθρωπότυπο που εξοβελίζει (βλέπε την «εποποιία» Έβρου, το λεξιλόγιο θρασείας ισχύος με το οποίο πανηγυρίζει τις παράνομες και φονικές επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο), όσο και τον ανθρωπότυπο του φιλελεύθερου που ανταγωνίζεται, δημιουργώντας με μοναδική κομματική επιτυχία έναν σύνθετο τύπο ακροδεξιού φιλελεύθερου· την ίδια ώρα που στη Γαλλία λ.χ. οι δύο αυτοί πόλοι είναι αντίθετοι, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη η ακροδεξιά συνιστώσα επικρατεί ριζικά έναντι της φιλελεύθερης. Η τρέχουσα εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας είναι μια σπάνια περίπτωση που μπορεί να αυτοχαρακτηρίζεται περήφανα ως «κεντροδεξιό φιλελεύθερο» κόμμα και την ίδια στιγμή να κλείνει το μάτι στα φασίζοντα ένστικτα της πλέον ακραίας δεξιάς μερίδας του λαού. Αυτό ας πούμε δεν είναι χαρακτηριστικό ενός Όρμπαν ή ενός Ερντογάν, ούτε άλλων καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, ούτε καν ακριβώς της Μελόνι στην Ιταλία, η οποία εκ των υστέρων σύρθηκε στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία.

Τέλος, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία μοιραία χάνει ως προς ένα συντηρητικό και παραδοσιακά δεξιό κοινό, το οποίο επιβραβεύει τη σύνεση, τη σοφία, τη μετριοφροσύνη και τη συντήρηση. Η παρούσα εκδοχή της Νέας Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται περισσότερο από έναν άφρονα δυναμισμό στην προώθηση αποσταθεροποιητικών νεοφιλελεύθερων και εξοβελιστικών πολιτικών, οι οποίες προκαλούν φόβο και απέχθεια σε πολλούς δεξιούς οι οποίοι προκρίνουν τη συντήρηση και το μέτρο. Για τον λόγο αυτό ακούγονται έντονες κριτικές από τα δεξιά προς τη ΝΔ, οι οποίες επικεντρώνουν μεν στον όψιμο προσεταιρισμό των δικαιωματικών πολιτικών από την κεντροδεξιά παράταξη, στην ουσία όμως εκφράζουν έναν όχι παράλογο φόβο προς τις τολμηρές έως τυχοδιωκτικές πολιτικές ενός κόμματος που στην τρέχουσα μορφή του είναι αποξενωμένο από τη σύνεση της παραδοσιακής δεξιάς. Ωστόσο, ένα μέρος των συντηρητικών δεξιών παραμένει στη ΝΔ από αταβιστικές συνήθειες ή από προσωπικές εξαρτήσεις, ενώ βεβαίως ένα άλλο μέρος της αναζητά εναγωνίως στέγη και μόνο εν μέρει τη βρίσκει είτε στην «Ελληνική Λύση» είτε σε νέα μορφώματα, όπως το «Νίκη». Το τελευταίο έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έμφασης στη Ρωμιοσύνη και τη βορειοελλαδίτικη ιδιοπροσωπία, αντλώντας βεβαίως από τις μεγάλες δεξαμενές του αντιεμβολιαστικού κινήματος και του αντιδικαιωματισμού.

Θέλει ο ελληνικός λαός δικαιοσύνη;

Τελικά ήταν μια εκλογική νίκη σημαινόντων: Το θετικό πρόταγμα «σταθερά, τολμηρά, μπροστά» ένωσε δεξιούς και φιλελεύθερους, ενώ το «δικαιοσύνη παντού» του ΣΥΡΙΖΑ παρέβλεψε ότι ο Νεοέλληνας στην τρέχουσα εκδοχή του ενδιαφέρεται ελάχιστα για το δίκαιο και προτιμά μάλλον να προσαρμόζεται στην πανταχού παρούσα αδικία με τρόπο επωφελή για τον ίδιο. Ο τρέχων Νεοέλληνας λιγότερο προβληματίζεται από τα σκάνδαλα και περισσότερο επιθυμεί να προσεταιριστεί την ισχύ που καθιστά τα σκάνδαλα δυνατά. Καταδικάστηκε επίσης το σημαίνον «ρήξη» του ΜέΡΑ25. Το πρόταγμα της ρήξης ήταν απολύτως φυσικό να υιοθετηθεί από ένα κόμμα που είχε εισέλθει στο κοινοβούλιο επιτυχώς με το σύνθημα «αυτή η φωνή πρέπει να είναι στη βουλή» και έπρεπε στη συνέχεια να πείσει ότι έχει τη δυναμική να αποτελέσει έναν πόλο στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που θα υποστηρίξει ότι ένας άλλος κόσμος είναι δυνατός μέσα από τη ρήξη με την εγχώρια και διεθνή ολιγαρχία. Μόνο που οι πλατιές λαϊκές μάζες δεν επιθυμούσαν ρήξη, αλλά αέναη προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες της σταθερής κρίσης. Οι επικοινωνιολόγοι της ΝΔ διέγνωσαν ορθά ότι ο ελληνικός λαός φοβάται τη ρήξη και τα συστημικά μίντια έπαιξαν μονόπλευρα το σύστημα «Δήμητρα». Το ΜέΡΑ25 για λόγους συνέπειας υπερασπίστηκε το σύστημα «Δήμητρα», που άλλωστε ήταν διηνεκές μέρος του προγράμματός του και το 2019, έτσι όμως επισκιάστηκαν οι πτυχές του προγράμματος του ΜέΡΑ25 που αφορούσαν στη συγκεκριμένη αντίσταση στην ολιγαρχία, καθώς και στην πρωτοποριακή οικολογία και τον φεμινισμό. Και έτσι οι επικοινωνιολόγοι και τα συστημικά μίντια νίκησαν.

Το ΚΚΕ, τόσο συντηρητικό κοινοβουλευτικώς μέσα στην αέναη επαγγελία ενός ριζικά άλλου κόσμου αύξησε τα ποσοστά του, καθώς βασίζεται και αυτό εντέλει στις παρούσες συνθήκες στην προσαρμογή αντί για τη ρήξη, ενώ η δύναμή του έγκειται στην όντως αναγνωρισμένη κινηματική παρουσία του και όχι στην αναιμική κοινοβουλευτική του αντιπολίτευση. Όσο για την «Πλεύση Ελευθερίας», η μεγάλη δύναμη του κόμματος αυτού έγκειται στην απουσία προγράμματος, στο σύνθημα «ούτε αριστερά ούτε δεξιά», που συνήθως λέγεται από ακροδεξιούς. Και εδώ είχαμε μια επιτυχημένη πρωτεϊκότητα: η Ζωή Κωνσταντοπούλου που μας έχει συνηθίσει στον ρόλο της αδιαπραγμάτευτης και αδέκαστης διεκδικήτριας της νομιμότητας ήταν επίσης καθησυχαστική στον νέο ρόλο της προβάλλουσας την πολιτική αγάπη που φιλοτέχνησαν τα συστημικά ΜΜΕ· ενώ η απουσία προγράμματος σήμαινε και απουσία αποξένωσης και δυνατότητα να συμπέσουν στο κόμμα της τόσο δεξιοί όσο και αριστεροί, σε μια στιγμή που ο λαός μας θέτει ελάχιστα το ερώτημα γιατί τα συστημικά μίντια προωθούν συγκεκριμένους πολιτικούς, αποκλείοντας άλλους. Το συμπέρασμα είναι ότι ένα είδος οβιδιακών μεταμορφώσεων των πολιτικών, όπως ο πρωθυπουργός που ζήτησε αλλεπάλληλες συγγνώμες ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιβραβεύονται από τον λαό, ενώ αντιθέτως καταδικάζονται οι περιπλοκότητες στα πολιτικά προγράμματα, όπως αυτή του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ κέντρου και ριζοσπαστικής αριστεράς ή του ΜέΡΑ25 μεταξύ ευρωπαϊσμού και ρήξης με την ολιγαρχική Ευρώπη.

Σημειωτέον εξάλλου ότι μεγάλα εκλογικά κοινά ανήκουν σε υβριδικούς τύπους, όπως λ.χ. οι «δεξιο-φιλελεύθεροι», οι οποίοι συνδυάζουν ανταγωνισμό και προσαρμογή ή οι «φιλελέφτ» οι οποίοι συνδυάζουν ανταγωνισμό και αντίσταση. Φαίνεται εντέλει ότι οι δεξιοφιλελεύθεροι αποτελούν ένα σημαντικό σιωπηλό εκλογικό κοινό, ενώ οι φιλελέφτ που είναι πολύ ηχηροί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μία ασήμαντη μερίδα του γενικού πληθυσμού.

Τι μπορεί να κάνει τώρα η Αριστερά; Δεν έχει κανένα νόημα να δημαγωγήσει, προσπαθώντας να αντλήσει από τον λαό τα συνθήματά της, προκειμένου να ξαναμπεί σε ένα μάταιο παιχνίδι κατάληψης της εξουσίας. Έχει έρθει η ώρα η Αριστερά να στραφεί στις δικές της παραδόσεις, στην κινηματικότητά της, στο συγκεκριμένο ταξικό έργο σε συνθήκες πτωχοποίησης. Να μιλήσει στον λαό απλά, χωρίς περιπλοκότητες και αμφισημίες, ακόμη κι αν είναι όντως περίπλοκοι και αντιφατικοί οι καιροί που ζούμε. Η παγιωμένη σταθερή κρίση (permacrisis) θα έχει πολλά επεισόδια ακόμη και η θεμελιώδης αρετή είναι αυτή της σταθερής επιμονής, της πειστικότητας που αντλείται από τη συνέπεια.