“Δεν πληρώνω και ο ίδιος είμαι shooter
Ανυπομονώ να πάμε να τους βρούμε
Τους πιάνουμε στον ύπνο μάγκα σαν τον Freddy Krueger
Δεν υποτιμάω, απλά δεν ανησυχώ
Είσαι ρουφιάνα κατσαρίδα, σήκω φύγε από δω
Πριν σε πατήσω και σε αφήσω νεκρό
Είμαι slime, είμαι φίδι, παίζει να επιτεθώ”
(στίχοι τραγουδιού τραπ)
Όσοι από μας στα νιάτα μας μαθαίναμε αγγλικά σίγουρα είχαμε συναντήσει έναν όρο που μας τυραννούσε λεξιλογικά και ορθογραφικά, τον όρο “juvenile delinquency” ή σε μετάφραση “νεανική παραβατικότητα”. Εκτός όμως από την ορθογραφική δοκιμασία ο όρος αυτός ήταν και μια εννοιολογική πρόκληση, αφού αναφερόταν σε κάτι που δεν είχε ακόμα βρει τη σύνδεσή του με την ελληνική πραγματικότητα. Η κατανόησή του λοιπόν ήταν δυνατή μόνο μέσα από την αναφορά σε αμερικάνικες επί το πλείστον ταινίες με θέμα τη βία μεταξύ ανηλίκων, κυρίως σε γκετοποιημένες περιοχές της ‘χώρας της ελευθερίας’, την γκανγκστερική συμπεριφορά και τις συμμορίες αμούστακων αγοριών που με ψυχρό, ‘αγέρωχο’ ύφος επιδίδονταν σε κάθε μορφή βίας μεθυσμένοι από ένα αίσθημα υπεροχής και δύναμης.
Οι εικόνες αυτές συχνά συνοδεύονταν από την τότε άγνωστη στους περισσότερους από εμάς μουσική χιπ-χοπ και τραπ, γέννημα θρέμμα των γκέτο, όπου η βία αποθεωνόταν ως το μοναδικό μέσο επιβίωσης σε έναν κόσμο σκληρό και αμείλικτο για όποιον ήταν διαφορετικός, αδύναμος και μόνος. “The Scarecrow will try his best to take your life cause I know you will try to take mine. I do onto others before they do onto me”, τραγουδούσαν το 1995 οι τράπερς Three 6 Mafia και μια κραυγή αγωνίας ήταν φανερή πίσω από το μάγκικο ύφος και τη βαριά κορμοστασιά.
Από τότε ως σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι, τα επικοινωνιακά μέσα και οι δυνατότητες έχουν πολλαπλασιαστεί, η εικονική πραγματικότητα αποδυναμώνει σταθερά το βίωμα και το (συν)αίσθημα τείνει να υποκατασταθεί από την απλή αίσθηση, έντονη, γρήγορη, μεθυστική και εφήμερη. Η κουλτούρα της βίας βγήκε από τα γκέτο και εξαπλώθηκε παντού, σε μεγαλοαστικές οικογένειες και ακριβές, ευυπόληπτες συνοικίες (ή μήπως η κοινωνία στο σύνολό της μετατράπηκε σε ένα πελώριο γκέτο;) , μεταφέρθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα από τις οπτικές ίνες που διατρέχουν τον πλανήτη και έφτασε να είναι σταθερό θέμα στους δέκτες μας όπου οι μεγαλύτερες γενιές παρακολουθούν σοκαρισμένες τα ‘κατορθώματα’ της νέας γενιάς που έχει εμφανώς “ξεστρατίσει”.
Πως όμως περάσαμε στην κυριαρχία της κουλτούρας της βίας, πως και γιατί ξεπέρασε αυτό το δόγμα τις γκετοποιημένες περιοχές της κοινωνίας και έγινε μέσο έκφρασης των πιο άφθαρτων και αγνών κομματιών του πληθυσμού και πόσο σοκαρισμένη και ανίδεη μπορεί να προφασίζεται η κοινωνία των ενηλίκων ότι είναι; Είναι απλά ένα θέμα ‘έλλειψης ορίων’ και ‘πειθαρχικών μέσων’ ή κάτι πολύ παραπάνω που πρέπει ως κοινωνία συνολικά να αφουγκραστούμε και να κατανοήσουμε πριν έτσι απλά αφορίσουμε;
Καταρχάς να πούμε ότι στην χώρα όπου η καταστολή, οι ποινές και τα πειθαρχικά μέτρα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, στην “ευλογημένη” Αμερική, τα επεισόδια βίας αυξάνονται με αντίστοιχο ρυθμό, και αυτό πρέπει να μας δείξει ότι η προσφιλής στην υπερδύναμη λογική “πονάει κεφάλι, κόβω κεφάλι” δεν λειτουργεί καθόλου. Αντιθέτως η σκλήρυνση της κοινωνίας, η αύξηση της θεσμοθετημένης, κρατικής βίας εκτοξεύει την βίαιη κουλτούρα στους νέους και όχι μόνο.
Ίσως εκεί βρίσκεται και η ρίζα του προβλήματος. Πολύ συχνά λέμε ότι “το παιδί είναι ο καθρέφτης της οικογένειας“ και όντως το παιδί μεταφέρει πολλές φορές με αφιλτράριστο και ακατέργαστο τρόπο όσα συμβαίνουν στον χώρο της πρώτης του κοινωνικοποίησης, στο σπίτι του. Οι τέσσερις τοίχοι όμως του σπιτιού έχουν προ πολλού διαπεραστεί από τα τεχνολογικά μέσα που ανοίγουν ένα “παράθυρο στον κόσμο”, απ’ όπου εικόνες και φωνές σύγχυσης, φόβου, προπαγάνδας εισβάλλουν και εμποτίζουν τα μυαλά μικρών και μεγάλων. Τις εικόνες έρχονται να συμπληρώσουν οι πραγματικοί, υλικοί όροι διαβίωσης που πολλές φορές στραγγαλίζουν την οικογένεια, αποξενώνοντας τα μέλη της και εκμηδενίζοντας την επικοινωνία μεταξύ τους.
Είναι πολύ εύκολο να θεσμοθετεί το κράτος ποινές για γονεϊκή παραμέληση στην περίπτωση επεισοδίων βίας ανηλίκων, αλλά ας σκεφτούμε τι περιθώρια έχει αφήσει το πολιτικο-οικονομικό σύστημα στους ενήλικες γονείς να ασχοληθούν πραγματικά με τα παιδιά τους, όταν πολλοί από αυτούς αναγκάζονται να κάνουν και δυο δουλειές για να ανταπεξέλθουν στο διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής και στο σταθερό ξήλωμα των δημόσιων και κοινωνικών δομών και παροχών στην υγεία και στην εκπαίδευση. Πόσο υποκριτικό είναι όλο αυτό, όταν ο ίδιο το κράτος που ποινικοποιεί τόσο εύκολα, έχει προηγουμένως θεσμοθετήσει την παραμέληση των παιδιών μέσα από την επέκταση, παραδείγματος χάριν, του ολοήμερου σχολείου μέχρι τις πεντέμισι, ένα ‘παρκάρισμα’ των παιδιών στο σχολείο για να μπορέσουν οι γονείς να δουλεύουν εξαντλητικές ώρες για να επιβιώσουν όπως προστάζουν οι επιχειρήσεις.
Η οικονομική πίεση και αποστράγγιση μαζί με ένα έντονο συναίσθημα εξαθλίωσης και αγανάκτησης που πολλές φορές καταπιέζεται πίσω από στόματα σφιχτά και συνοφρυωμένα μέτωπα, συσσωρεύεται σε έναν ανείπωτο θυμό που διαποτίζει κάθε γωνιά και σχισμή του οικογενειακού περιβάλλοντος και όλο και πιο συχνά εκφράζεται μέσα από εκρήξεις βίας λεκτικής, ψυχολογικής ή και σωματικής. Γιατί είναι φανερό ότι η βια των ανηλίκων δεν είναι αποκομμένη από την εκδοοικογενειακή βία και αυτή δεν είναι άσχετη με τη συστημική βία που αυξάνεται μέρα με την ημέρα. Γιατί η νέα γενιά είναι όντως η εικόνα της κοινωνίας μας, και η κοινωνία αυτή δεν έχει κανένα δικαίωμα να σοκάρεται από το τέρας που γεννά και ανατρέφει.
Ας αναλογιστούμε επίσης μια συνήθη μομφή που απευθύνεται στους νέους από τις μεγαλύτερες γενιές, ότι δηλαδή οι νέοι στις μέρες μας “δεν έχουν πια αξίες”. Για να σκεφτούμε όμως λίγο ποιο είναι το αξιακό πλαίσιο που προτείνεται από το νεοφιλελεύθερο σύστημα για να πετύχει κανείς στη ζωή. Ένα success story στη βάση ενός ανελέητου ανταγωνισμού και μιας κατηγοριοποίησης, όπου οι άνθρωποι μετατρέπονται σε άλογα κούρσας και μάλιστα από την ευαίσθητη ηλικία του δημοτικού. Μια επιτυχία που επιδιώκεται στη βάση ενός άκρατου ατομισμού, μέσα στα πλαίσια του οποίου ο Άλλος είναι εν δυνάμει εχθρός ή στην καλύτερη περίπτωση ένα σκαλί στην πολυπόθητη πορεία προς την ευτυχία. Μέσα από την συνεχή αναμέτρηση με τους άλλους και με τον εαυτό του, ο σύγχρονος νέος, ζει σαν παίκτης ενός Mortal Combat, πράγμα που τον γεμίζει άγχος, πίεση και ανασφάλεια, απομονώνοντάς τον ακόμα περισσότερο. Αν πάλι δεν καταφέρει να διακριθεί στην κούρσα η απόρριψη και ο αποκλεισμός τον περιμένει στην γωνία, όπου ο φόβος δίνει τη θέση του στο ζωώδες ένστικτό της επιβίωσης, “ο θάνατός σου η ζωή μου”.
Και κάπου εκεί βγαίνουν οι συστημικοί μηχανισμοί της κυρίαρχης ιδεολογίας και προωθούν (με το αζημίωτο φυσικά) προγράμματα και δράσεις για την καλλιέργεια της συνεργασίας, της αποδοχής του Άλλου, της αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας, και θολώνουν την εικόνα του πραγματικού θύτη που είναι άλλος παρά αυτοί οι ίδιοι. Όσα προγράμματα όμως κι αν ανακοινώνονται, η αίσθηση της αδικίας και του θυμού παραμένει στον έφηβο – και πολλές φορές και στον ενήλικα εκπαιδευτικό που καλείται να τα εφαρμόσει – ένα έντονο αίσθημα ότι κάτι είναι πολύ “σάπιο στον βασίλειο της Δανιμαρκίας” και η σαπίλα αυτή δεν φεύγει όσο κι αν την παρφουμαρίζουνε.
Ο θυμός αυτός, ο φόβος και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης στην περίπτωση του ανηλίκου συχνά μετουσιώνεται σε επιθετικότητα και καταστροφή. Η ανάγκη δε για ταυτότητα, αποδοχή και ασφάλεια απέναντι στο αδηφάγο κτήνος του καπιταλισμού και του ατομισμού ωθεί τους νέους στη διαμόρφωση δεσμών μέσα στα πλαίσια σφιχτών ομάδων αλληλεξάρτησης, τις λεγόμενες συμμορίες. Η μαρτυρία της 16χρονης μετά τη συμμετοχή της στην πρόσφατη συλλογική βιαιοπραγία κατά της 14ης στην Γλυφάδα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε. “Το ευχαριστήθηκα…να το ξανακάνουμε” έγραψε σε μήνυμα στην υπόλοιπη ομάδα-συμμορία. Ποια είναι η βάση άραγε αυτής της ευχαρίστησης μέσα από την πρόκληση πόνου στον Άλλον και τι ακριβώς ελλείψεις αναπληρώνει στον ψυχισμό αυτής κοπέλας και άλλων παρόμοιων εφήβων που καταφεύγουν στη βία;
Σε μια εποχή που οι ιδεολογίες και η έκφρασή τους μέσα από την πολιτική έχουν απογοητεύσει, οι νέοι στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν παίρνουν τη μορφή και τα μέσα του κτήνους που αντιπαλεύονται. Το χρήμα ως υπέρτατο μέτρο επιτυχίας και δύναμης είναι στο επίκεντρο, αφού έχει γίνει σαφές ότι “αν έχεις τα μάνια” δεν σε αγγίζει τίποτα. Κανείς δεν σε αγγίζει ακόμα κι αν έχεις διαπράξει τα χειρότερα εγκλήματα, πληρώνεις τους καλύτερους δικηγόρους και σε αθωώνουν τα δικαστήρια, πληρώνεις τα κανάλια και αποκαθιστούν τη δημόσια εικόνα σου, πληρώνεις, πληρώνεις… και μαζί με τα “μάνια” έρχονται και τα “γκάνια” που επισφραγίζουν την εξουσία του ισχυρού. Από την επιχείρηση και το κράτος με την ‘έννομη βία’ του τελευταίου να σακατεύει μέχρι θανάτου μετανάστες στα κρατητήρια μέχρι την παγκόσμια αρένα, η βία ως μέσο επιβολής του ισχυρότερου επιβεβαιώνεται καθημερινά με κράτη ολόκληρα να λειτουργούν ως τρομοκράτες, να παρανομούν με βάση το διεθνές δίκαιο, να σκοτώνουν, να διαπράττουν γενοκτονίες γιατί έτσι απλά “μπορούν”…
Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, λίγο πριν ρίξουμε το ανάθεμα στον πρώτο προφανή φταίχτη, τι μαθαίνει αυτή η κοινωνία τα παιδιά της; Με τι όρους έχουμε συμβιβαστεί ως κοινωνία να ζούμε και πως δίνουμε – αν δίνουμε – στη νέα γενιά τη δυνατότητα να ζήσει σε έναν καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο; Η εξάπλωση της συστημικής ιδεολογίας του “There Is No Alternative” στερεί επίτηδες από όλους μας αλλά ιδιαιτέρως από την νέα γενιά – που είναι το πιο δυναμικό αλλά και το πιο ευαίσθητο μέρος του σώματος της κοινωνίας – το οξυγόνο, την ελπίδα για αλλαγή και το όραμα για ένα καλύτερο μέλλον. Η καταστροφική τάση και η βία των ανηλίκων δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύμπτωμα μιας κοινωνίας που νοσεί βαθύτατα. Είναι μια κραυγή πόνου και απόγνωσης, μια κραυγή που φωνάζει “είμαι εδώ, κοίτα με, μας καταστρέφεις και τους δύο…”
Ο καθρέφτης μας είναι εκεί. Δεν έχουμε παρά να τον κοιτάξουμε κατάματα για να καταλάβουμε…